Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

αβακτηριδιακός, -ή, ό

     avaktiriδiako΄s, -i΄, -ο΄    
abacterial

     αbακτίριαλ    

Ερμηνεία:

Αυτός που δεν έχει βακτηρίδια, ο  ελεύθερος βα­κτηριδίων.



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

[Efficiency of vibrothermomagnetic effects in the treatment of hemodynamic disorders of pelvic floor muscles of in patients with abacterial prostatitis]. Neĭmark AI, Zakharova MP. Urologiia. 2013 May-Jun;(3):47-51.



Συνώνυμα:





 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Μικροβιολογία: